- ἐκκύκλημα
- ἐκκύκλημαtheatrical machineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκύκλημα — το (AM ἐκκύκλημα Α και ἐκκύκληθρον) ξύλινο μηχάνημα με τροχούς στο αρχαίο θέατρο για να φαίνεται το εσωτερικό τής σκηνής και όσα διαδραματίζονταν εκεί … Dictionary of Greek
ἐκκυκλήματι — ἐκκύκλημα theatrical machine neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκυκλήματος — ἐκκύκλημα theatrical machine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
εγκυκλούμαι — ἐγκυκλοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. περιστρέφομαι με κυκλοτερή κίνηση 2. βγαίνω στη σκηνή τού θεάτρου με το εκκύκλημα 3. περιβάλλω … Dictionary of Greek
εγκύκλημα — ἐγκύκλημα, το (Α) 1. εκκύκλημα 2. στον πληθ. κινητή περιουσία … Dictionary of Greek
εισκύκλημα — εἰσκύκλημα, το (Α) μηχάνημα επάνω στο οποίο στρέφεται το εκκύκλημα … Dictionary of Greek
εκκυκλώ — ἐκκυκλῶ ( έω) (Α) 1. φέρνω στη σκηνή με το εκκύκλημα 2. παρουσιάζω, επιδεικνύω 3. αποκαλύπτω, κοινολογώ … Dictionary of Greek
εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… … Dictionary of Greek